- παγανεύω
- παγανεύω (Μ)ζω ως ιδιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus «ο κάτοικος τής κώμης» (< pagus «κώμη, χωριό»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγάνα — και παγανιά, η (Μ παγάνα) ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων που ανιχνεύονται από διάφορα σημεία και διώχνονται προς το μέρος τών κυνηγών με φωνές και θορύβους νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων που μετέχουν σε αυτήν την ανίχνευση και καταδίωξη τών θηραμάτων… … Dictionary of Greek